- μετόπωρον
- μετόπωρονlate autumnneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετόπωρον — μετόπωρον, τὸ (ΑΜ, Μ και μετάπωρον) η εποχή τού έτους η οποία ακολουθεί το δεύτερο μισό τού καλοκαιριού, το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + όπωρον (< ὀπώρα «φθινόπωρο»)] … Dictionary of Greek
μετοπώρου — μετόπωρον late autumn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετοπώρῳ — μετόπωρον late autumn neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετόπωρα — μετόπωρον late autumn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
овощьныи — (6) пр. 1.Относящийся к овощь: да приѥмлѥще малыихъ финикъ. рекъше овощьнааго плода. КЕ XII, 207б; овощьноѥ средн. в роли с.: Всѧко овощноѥ в домы да всылаѥтсѧ начатокъ. ѥп(с)пу и попомъ. КВ к. XIV, 18г; ♦ ?овощьныи градъ см … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
осень — ОСЕН|Ь (70), И с. Осень: да остать дани исправити было имъ досени [так!] а по первомꙊ пꙊти послати и отъбыти проче. ГрБ № 724, 1166/1167; а в рѹсѹ ти кн҃же ѥздити ѡсень. а лѣ(т) не ѥздити… звѣри гонитъ. Гр 1264 (1, новг.); а на осень прѣстависѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μετάπωρον — μετάπωρον, τὸ (Μ) βλ. μετόπωρον … Dictionary of Greek
μετοπωρίζω — (Α) [μετόπωρον] παίρνω ή έχω τα χαρακτηριστικά τού φθινοπώρου, μοιάζω με το φθινόπωρο … Dictionary of Greek
μετοπωρικός — ή, ό [μετόπωρον] αυτός που ανήκει στο φθινόπωρο ή αυτός που συμβαίνει κατά το φθινόπωρο, ο φθινοπωρινός … Dictionary of Greek
μετοπωρινός — μετοπωρινός, ή, όν (ΑΜ) [μετόπωρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο, ο φθινοπωρινός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) μετοπωρινόν κατά την περίοδο τού φθινοπώρου … Dictionary of Greek